αδυσκόλευτος

αδυσκόλευτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε συναντά δυσκολίες: Το νερό έτρεχε πάντα αδυσκόλευτο.
2. αυτός που δε δυσκολεύει τους άλλους: Ήταν μ' όλους πρόθυμος και αδυσκόλευτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδυσκόλευτος — η, ο [δυσκολεύω] 1. αυτός που δεν συναντά ή δεν συνάντησε δυσκολία 2. που γίνεται χωρίς δυσκολία, εύκολος 3. αυτός που δεν παρέχει δυσκολίες σε άλλους, καλόβολος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”